- εὐδίη
- εὐδίαfair weatherfem nom/voc sg (epic ionic)εὐδιάωto be fairpres imperat act 2nd sg (doric)εὐδιάωto be fairimperf ind act 3rd sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐδίῃ — εὐδία fair weather fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευδία — και βδία και βιδιά, η (Α εὐδία, ιων. τ. εὐδίη) αίθριος και γλυκός καιρός, καλοκαιρία («ἐκ χειμῶνος εὐδία», Πίνδ.) αρχ. 1. ηρεμία, ησυχία, γαλήνη («ἐν εὐδίᾳ γὰρ ὁρῶ ὑμᾱς», Αισχύλ.) 2. φρ. «σαρκὸς εὐδία» καλή κατάσταση τού σώματος («εἰς ἔμ᾿ εὐδίαν… … Dictionary of Greek